κερματοδέκτης

κερματοδέκτης
ο
θήκη ή υποδοχή κοινόχρηστης τηλεφωνικής συσκευής κατάλληλη για να δέχεται τα αναγκαία για την πραγματοποίηση τού τηλεφωνήματος κέρματα («γέμισε ο κερματοδέκτης τού τηλεφώνου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + δέκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”